Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ χειμερινά

См. также в других словарях:

  • χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινάς — χειμερινά̱ς , χειμερινός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Τιρόλο — (Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… …   Dictionary of Greek

  • κυδωναία — κυδωναῑα, τὰ (Α) (κατά τον Αθήν.) «τὰ δὲ χειμερινὰ σῡκα Πάμφιλος καλεῑσθαί φησι κυδωναῑα ὑπὸ Αχαιῶν» …   Dictionary of Greek

  • πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… …   Dictionary of Greek

  • πτεροκαρύα — (pterocarya). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γιουγλανδιδών. Από τα γνωστά 8 είδη του, τα 6 είναι ιθαγενή της Ασίας. Είναι δένδρα φυλλοβόλα, με φύλλα σύνθετα, άνθη μόνοικα και καρπό σε σχήμα μικρού καρυδιού, τετράχωρο και μονόσπερμο. Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»